Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημερίς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ημερίς, επίρρ.
  • Κατά τη διάρκεια της ημέρας:
    • νυκτίς και ημερίς (Θησ. ΙΑ´ [127] (έκδ. ημαρίς)).

[<ουσ. ημέρα + κατάλ. ίς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες