Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημίσκληρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ημίσκληρος -η -ο [imískliros] Ε5 : (συνήθ. για τυρί) που δεν είναι πολύ σκληρός.

[λόγ. ημι- + σκληρ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες