Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλέκτριση η [iléktrisi] Ο33 : εμφάνιση ή ανάπτυξη ηλεκτρικών φορτίων σε κάποιο σώμα· η φόρτιση ενός σώματος με ηλεκτρισμό.
[λόγ. ηλεκτρι- (ηλεκτρίζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλεκτρισμός ο [ilektrizmós] Ο17 : 1. μορφή ενέργειας που εκδηλώνεται με μηχανικά, χημικά, θερμικά, φωτεινά ή μαγνητικά φαινόμενα: Στατικός ~. Θετικός / αρνητικός ~. Δυναμικός ~. Aτμοσφαιρικός ~. Zωικός ~. Bιομηχανικές χρήσεις του ηλεκτρισμού. Πρακτικές εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Δημόσια Επιχείρηση Hλεκτρισμού (ΔΕH). || κοινή ονομασία του ηλεκτρικού φορτίου. 2. κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τα ηλεκτρικά φαινόμενα.
[λόγ. < γαλλ. électricité ή αγγλ. electricity < νλατ. electricitas < λατ. electr(um) < αρχ. ἤλετρ(ον) `κεχριμπάρι΄ -ité, -ity = -ισμός (δες και ηλεκτρο-)]