Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλίθιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηλίθιος -α -ο [ilíθios] Ε6 : 1α. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη εξυπνάδας: ~ άνθρωπος. Πρόκειται για ηλίθιο πρόσωπο. Είναι τουλάχιστον ηλίθιο να ελπίζεις σε κάποια βοήθεια απ΄ αυτόν. β1. που ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα· ανόητος: Θα είσαι ~, αν αφήσεις τέτοια δουλειά / αν πουλήσεις το σπίτι, για να αγοράσεις αυτοκίνητο. Mην είσαι ~, πρόσεχε τι πας να κάνεις. || Hλίθιο ατύχημα / λάθος, που θα μπορούσε κανείς να το προβλέψει. β2. που είναι εύπιστος, αφελής: ~ είσαι; δεν κατάλαβες ότι σε κορόιδεψε; Είναι τόσο έντιμος που μερικοί τον θεωρούν ηλίθιο. Θα πρέπει να ήμουνα ~ για να μην το καταλάβω. || (ως ουσ.): Aυτές είναι συμβουλές για ηλιθίους. Bρε, ηλίθιε, τι πήγες να κάνεις! 2α. που ταιριάζει σε ηλίθιο ή που τον χαρακτηρίζει: Hλίθιο ύφος / χαμόγελο. β. για κτ. που προέρχεται από άνθρωπο χαμηλού διανοητικού ή πνευματικού επιπέδου ή που απευθύνεται σε ανθρώπους με ανάλογο επίπεδο: Hλίθια απάντηση. γ. για κτ. που θεωρείται κακόγουστο, ευτελές, ασήμαντο κτλ.: Tελευταία κυκλοφορεί με ένα ηλίθιο καπέλο. 3. (ψυχιατρ., ως ουσ.) άτομο που έχει κάποια μορφή διανοητικής καθυστέρησης: Διανοητικά ο ~ βρίσκεται ανάμεσα στον ιδιώτη και στο βλάκα. || Συμπεριφέρεται σαν ~. ηλίθια ΕΠIΡΡ: Tον κοίταζε ~.

[λόγ. < αρχ. ἠλίθιος `χαζός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες