Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηγεμονισμός ο [ijemonizmós] Ο17 : α. τάση ενός ατόμου ή ομάδας για κηδεμόνευση των άλλων. β. επιδίωξη μεγάλου κράτους να ασκήσει πολιτική ηγεμονία σε άλλα κράτη.
[λόγ. < αγγλ. hegemony (στη νέα σημ.) < αρχ. ἡγεμον(ία) με προσθήκη του επιθήματος -ισμός για διάκρ. από τη λ. ηγεμονία]