Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωντανεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωντανεύω [zondanévo] Ρ5.2α : 1α. επανέρχομαι στη ζωή· ανασταίνομαι: Οι νεκροί δε ζωντανεύουν, δεν ανασταίνονται. β. ανακτώ τις χαμένες δυνάμεις μου, εκδηλώνω περισσότερο έντονα σημεία ζωής· (πρβ. αναζωογονούμαι): Mε τις πρώτες βροχές τα ξεραμένα δεντράκια πήραν να ζωντανεύουν. γ. επανέρχομαι στη συνείδηση, στη μνήμη κάποιου: Ξεχασμένες μνήμες ζωντάνεψαν πάλι. 2. ζωντανεύω κπ. ή κτ., κάνω να ζωντανέψει, να αποκτήσει πάλι ζωή, υπόσταση ή ζωντάνια· (πρβ. αναζωογονώ, ανασταίνω): Προσπάθησαν να ζωντανέψουν τα παλιά τους έθιμα.

[ζωνταν(ός) -εύω]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωντανεύω.
  • 1) Ζωντανεύω:
    • (Ερωτόκρ. Δ´ 924).
  • 2) Δίνω ζωή (πνευματική και αιώνια):
    • έστειλε τον άρτον οπού ζωντανεύει (Χριστ. διδασκ. 150).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ζωντανός:
    • η καρδιά μου πάντα της στέκει ζωντανεμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1439]).

[<επίθ. ζωντανός + κατάλ. εύω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες