Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωηφόρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ζωηφόρος, επίθ.
  • Που δίνει ζωή, σωτήριος:
    • η ζωηφόρος Σταύρωσις (Παϊσ., Ιστ. Σινά 458).

[<ουσ. ζωή + φόρος. Η λ. τον 4. αι. (Lampe)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες