Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζυγιάζω [zijázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (προφ.) ζυγίζω το βάρος. 2. (μτφ.) μετρώ, αξιολογώ το ηθικό βάρος ή τη σημασία πράγματος, ζυγίζω, μετρώ, σταθμίζω. α. υπολογίζω τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία, τα υπέρ και τα κατά μιας ενέργειας, κατάστασης κτλ.: Nα τα ζυγιάσεις καλά όσα σου είπε. β. (για λόγο) επιλέγω ύστερα από σκέψη και χρησιμοποιώ τις καταλληλότερες και πιο καίριες λέξεις, διατυπώσεις: ~ τις κουβέντες. Zυγιασμένα λόγια, μετρημένα. 3α. τοποθετώ κτ., ύστερα από υπολογισμό, σε μια θέση ισορροπίας, συμμετρίας: Zυγιάζουμε καλά τα στηρίγματα για να είναι στην ίδια ευθεία. β. για πτηνό που ισορροπεί με μισανοιγμένα φτερά, έτοιμο να πετάξει: Ο αετός ζυγιάζει τα φτερά του / ζυγιάζεται.
[ελνστ. ζυγιάζω (< αρχ. ζυγός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζυγιάζω· ζυάζω.
-
- 1) Ζυγίζω:
- μέτρος ού παρκάτω να ζυγιάσει (Ασσίζ. 48124).
- 2) (Μεταφ.) κρίνω, λογαριάζω:
- αν ήτον δίκαιο το εζύγιαζε με γνώση (Λίμπον. 177).
[μτγν. ζυγιάζω (Lampe). Η λ. στη Σούδα (LBG) και σήμ.]
- 1) Ζυγίζω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζύγιασμα το [zíjazma] Ο49 : 1. (προφ.) ζύγισμα. 2. (μτφ.) ακριβής υπολογισμός ενεργειών και των συνεπειών τους: Mη βιάζεσαι να αποφασίσεις· θέλει ~ η υπόθεση.
[ζυγιασ- (ζυγιάζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζύγιασμα το.
-
- Ζύγισμα:
- μη κάμετε άδικο … εις το ζύγιασμα (Πεντ. Λευιτ. XIX 35).
[<αόρ. του ζυγιάζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ζύγισμα: