Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζημιά
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζημιά η [zimná] Ο24 & ζημία η [zimía] Ο25 : 1α. ολική ή μερική καταστροφή πράγματος από αδέξιο χειρισμό ή ατύχημα: Πρόσεχε μην κάνεις καμιά ~. Όλο ζημιές είσαι· χτες έσπασες το ποτήρι, σήμερα τα πιάτα. Είχα ένα τροχαίο ατύχημα, ευτυχώς όμως δεν έπαθα μεγάλη ~. Iσχυρός σεισμός προκάλεσε σοβαρές ζημίες σε πολλά κτίρια. Mικρή / ελαφριά / ασήμαντη ~. Εκτεταμένες ζημίες. Yλική ζημία (σε αντιδιαστολή προς την ηθική, βλ. σημ. 2). ΦΡ ούτε γάτα* ούτε ~. β. μερική ή ολική καταστροφή ή απώλεια οικονομικού αγαθού: Οι ζημίες στην παραγωγή υπολογίζονται σε πολλά εκατομμύρια. || ANT κέρδος: Όχι μόνο δεν κέρδιζε, παρά είχε και ~. 2. (γενικά) για οποιοδήποτε ηθικό ή άλλο κακό παθαίνει κάποιος: Hθική ~, βλάβη, απώλεια. Φυλάξου μη σου κάνει καμιά ~. Tώρα έγινε η ~. || απώλεια πλεονεκτήματος: H συμπεριφορά του έκανε ~ στην υπόθεσή μας.

[μσν. ζημιά < αρχ. ζημία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· λόγ. < αρχ. ζημία]

[Λεξικό Κριαρά]
ζημία η· εζημία· εζημιά· ζημιά.
  • 1)
    • α) Ζημία, βλάβη:
      • (Ιστ. Βλαχ. 1064
    • β) αναποδιά:
      • εκεί εσυνεπήντησαν ζημίαν (Φλώρ. 26
    • γ) φρ. δίδω ή πολεμώ ή γυρίζω ζημίαν = κάνω ζημιά, «κακό» σε κάπ., βλάπτω κάπ., καταστρέφω κ.:
      • (Αχέλ. 70), (Ασσίζ. 7530, 12815
    • δ) καταστροφή:
      • (Χρον. Μορ. H 1533
      • φρ. στρέφομαι ζημία = αποβαίνω εις βάρος κάπ.:
        • (Ασσίζ. 14721
    • ε) συμφορά:
      • εσκόλασε το φόνο και την εζημιά (Ερωφ. Δ´ 491
      • φρ. έρχομαι σε ζημία = με βρίσκει συμφορά:
        • (Παλαμήδ., Βοηβ. 969).
  • 2) Ποινή, τιμωρία:
    • (Μαχ. 32426
    • έκφρ. ζημία απέ το κορμί = σωματική τιμωρία:
      • (Ασσίζ. 4772).
  • 3) Χρηματική επιβάρυνση, είδος φόρου:
    • (Ιστ. Ηπείρ. XII9).

[αρχ. ουσ. ζημία. Η λ. και ο τ. ιά και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζημιάρης -α -ικο [zimnáris] Ε9 : (για πρόσ.) που κάνει συχνά ζημιές από απροσεξία ή από αδεξιότητα: Zημιάρα γυναίκα. Zημιάρικο παιδί. || Zημιάρα γάτα. || (ως ουσ.): Πολύ ζημιάρα· κάθε μέρα κάτι θα σπάσει.

[ζημι(ά) -άρης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζημιάρικος -η -ο [zimnárikos] Ε5 : που ταιριάζει στο ζημιάρη: Zημιάρικα παιχνίδια.

[ζημιάρ(ης) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζημιαρόγατος ο [zimnaróγatos] Ο20 & ζημιαρόγατα η [zimnaróγata] Ο27α & ζημιαρόγατο το [zimnaróγato] Ο41 : λέγεται για τη γάτα, επειδή κάνει συχνά ζημιές, και χλευαστικά για ζημιάρη άνθρωπο.

[ζημιάρ(ης) -ο- + γάτος, γάτα· ζημιάρ(ης) -ο- + γατ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες