Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζηλεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζηλεύω [zilévo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ5.2 μππ. ζηλεμένος* : 1. αισθάνομαι μικρή ή μεγάλη επιθυμία να αποκτήσω και εγώ κτ. που αποτελεί κτήμα, ιδιότητα, προσόν κτλ. άλλων: Tι ζήλεψες, να σου το δώσω. Zήλεψε και πήγε ν΄ αγοράσει κι αυτή το ίδιο φόρεμα. Tο μόνο που δε ζήλεψα ήταν το χρήμα. || Είδα κάτι ωραίες φράουλες και τις ζήλεψα, τις λιμπίστηκα, τις λαχτάρησα. 2α. κατέχομαι από συναισθήματα εχθρότητας ή φθόνου προς κπ., επειδή είναι καλύτερός μου ή επειδή έχει κτ. που εγώ το στερούμαι: Mας ζηλεύουν για τα πλούτη μας και θέλουν το κακό μας, μας φθονούν. Zηλεύει και φθονεί, ζηλοφθονεί. || (παθ., προφ., με αλληλοπαθητική σημ.): Zηλεύονται τ΄ αδέρφια. β. αμφιβάλλω, ανησυχώ για την ειλικρίνεια της ερωτικής ή συζυγικής πίστης: Zηλεύει παθολογικά τη γυναίκα του. || (παθ., προφ., με αλληλοπαθητική σημ.): Zηλεύεται τ΄ αντρόγυνο. 3. αισθάνομαι θαυμασμό, εκτίμηση προς κπ. για κτ. ως προς το οποίο είναι καλύτερός μου και θα ήθελα να είμαι όμοιός του: Ειλικρινά σε ~ για την τόλμη σου. || ~ τα νιάτα σας.

[ελνστ. ζηλεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
ζηλεύω· ζηλεύγω· ζουλεύω· μτχ. παρκ. ζηλεμένος.
  • Α´ Μτβ.
    • 1) Ζηλεύω, φθονώ (κάπ. ή για κάπ. πράγμα):
      • (Πανώρ. Ε´ 413), (Ερωτοπ. 51).
    • 2) (Προκ. για ζευγάρι) ζηλεύω, ζηλοτυπώ:
      • (Πεντ. Αρ. V 14).
    • 3) Μακαρίζω, καλοτυχίζω κάπ.:
      • τ’ αποθαμένου ζήλευγεν τότε ο λαβωμένος (Αχέλ. 439).
    • 4)
      • α) Επιθυμώ πολύ κ.· επιδιώκω κ. με ζήλο, με ζέση:
        • πάντα τ’ Αγγελόκαστρον εζήλευε (ενν. ο Κάρολος) να πάρει (Κορων., Μπούας 6
      • β) μιμούμαι με προθυμία:
        • Ζήλευε πάντα τον καλόν (Σπαν. V Suppl. 25).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1) Ζηλεύω, φθονώ:
      • φοβούμαι να μη ζηλέψει στην πολλή καλομοιριάν απού ’μαι (Ερωφ. Α´ 478).
    • 2) (Προκ. για ζευγάρι) ζηλεύω, ζηλοτυπώ:
      • (Ροδολ. Γ´ 555).
    • 3) Ποθώ, «λαχταρώ» κ.· επιδιώκω με ζήλο:
      • Όποια ζηλέψει σε φλουριά, σε ρούχα, σε λογάρι (Περί γέρ. 21).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ζηλευτός· ξακουστός, περίφημος:
    • άρματα ζηλεμένα (Φορτουν. Γ´ 1).

[αρχ. ζηλεύω. Ο τ. ζου‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και η μτχ. ζηλεμένος και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες