Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζεστασιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζεστασιά η [zestasxá] Ο24 : 1. ευχάριστη ζέστη: Δεν αφήνω τη ~ του σπιτιού μου, για να βγω έξω στο κρύο. 2. (μτφ.) για περιβάλλον αγάπης, στοργής, προστασίας κτλ.: Mεγάλωσε σε κάποιο ορφανοτροφείο, χωρίς ποτέ να γνωρίσει τη ~ της οικογένειας.

[ζεστα- (ζεσταίνω) -σιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες