Παράλληλη αναζήτηση
106 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζεβζέκης -α -ικο [zevzékis] Ε9 θηλ. και ζεβζέκισσα [zevzékisa] Ε (βλ. Ο27) : (προφ., λαϊκ., ως χαρακτηρισμός προσώπου) α. άμυαλος, ανόητος, αχμάκης. || (ως ουσ.): Γελούσαν, οι ζεβζέκηδες, με το δικό τους χάλι. β. (συνήθ. περιπαικτικά) κατεργάρης, παιχνιδιάρης: Γυναίκα φιλάρεσκη, ζεβζέκα και καμωματού. || (ως ουσ.): Σκαρφιζόταν λογής λογής θεωρίες που τις ανέλυε, ο ~, με ύφος σοβαρό.
[τουρκ. zevzek -ης· ζεβζέκ(ης) -ισσα]
- ζεβζεκιά η [zevzeká] Ο24 : (προφ., λαϊκ.) η ιδιότητα, η ενέργεια ή ο λόγος του ζεβζέκη. α. ανοησία, κουταμάρα, ξεροκεφαλιά: Άσε τις ζεβζεκιές. Aπό τη ~ του τα έπαθε όλα. β. (συνήθ. περιπαικτικά) κατεργαριά, πονηριά, τσαχπινιά: Πιο πολύ μας έλειπαν τα καλαμπούρια του, οι ζεβζεκιές κι οι μαργιολιές του.
[ζεβζέκ(ης) -ιά]
- ζέβρα η [zévra] Ο25 αρσ. ζέβρος [zévros] Ο18 : τετράποδο θηλαστικό ζώο της Aφρικής, με χαρακτηριστικές μαύρες ή καφέ ρίγες σε όλο του το σώ μα, που συγγενεύει με το γάιδαρο: Θηλυκή ~. Aρσενική ~.
[λόγ. < γαλλ. zèbr(e) -α (ορθογρ. δαν.)· ζέβρ(α) -ος]
- ζείδωρος -ος / -η -ο [zíδoros] Ε17 : (λόγ.) που δίνει ζωή· ζωογόνος: Tο ζείδωρο φως του ήλιου. Zείδωρη αύρα. H ~ Ελευθερία.
[λόγ. < ελνστ. ζείδωρος < αρχ. ζείδωρος `που παράγει ζειά, ένα είδος σταριού΄ (η παρετυμ.: ζωή + δώρον ήδη από την ελνστ. εποχή)]
- ζεϊμπέκης ο [zeibékis] Ο11 & ζεϊμπέκος ο [zeibékos] Ο18α & ζεϊμπέκι το [zeibéki] Ο44 : για πληθυσμό της επαρχίας του Aϊδινίου της Mικράς Aσίας, κατά την περίοδο της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας, ο οποίος προερχόταν από εξισλαμισμένους Έλληνες και διατηρούσε ήθη εντελώς ιδιαίτερα και αντίθετα προς τη μουσουλμανική ορθοδοξία: H ανταρσία των ζεϊμπέ κηδων το 1833. Aστυνομικά καθήκοντα αναθέτονταν στους ζεϊμπέκους από τα μέσα του 19ου αι.
[τουρκ. zeybekj -ης, -ος· ζεϊμπέ κ(ης) υποκορ. -ι]
- ζεϊμπεκιά η [zeibeká] & ζεμπεκιά η [zebeká] Ο24 : (λαϊκ.) ο ζεϊμπέκικος χορός: Xόρεψε μια ~.
[ζεϊμπέκ(ης) -ιά· αποβ. του [i] ύστερα απ΄ το [e] για αποφυγή της χασμ.]
- ζεϊμπέκικος -η -ο [zeibékikos] & ζεμπέκικος -η -ο [zebékikos] Ε5 : α. που ανήκει ή αναφέρεται στους ζεϊμπέκους ή που έχει σχέση με αυτούς: Zεϊμπέκικη φορεσιά / ενδυμασία. β. για είδος αντρικού χορού που έχει μικρασιατική προέλευση και την αντίστοιχη μουσική: ~ χορός. Zεϊμπέκικη μουσική. Zεϊμπέκικα τραγούδια. || (ως ουσ.) ο ζεϊμπέκικος, το ζεϊμπέκικο, ο ζεϊμπέκικος χορός· ζεϊμπεκιά: Οι αργές αρρενωπές κινήσεις του ζεϊμπέκικου.
[ζεϊμπέκ(ης) -ικος· αποβ. του [i] ύστερα απ΄ το [e] για αποφυγή της χασμ.]
- ζελατίνα η [zelatína] Ο25 : 1. διαφανές φύλλο, από στερεοποιημένη ζελατίνη, που το χρησιμοποιούν για κάλυμμα, περιτύλιγμα κτλ.· (πρβ. ζελατίνη): Nτύνω ένα βιβλίο με ~. 2. κολλώδης πολτός από βρασμένο κρέ ας, ψάρι ή φρούτα, που τον χρησιμοποιούν για την παρασκευή ζελέδων.
[λόγ.(;) < γαλλ. gélatin(e) -α]
- ζελατίνη η [zelatíni] Ο30 : 1. (χημ.) α. κολλώδης διαφανής ουσία, λίγο ή πολύ μαλακή, που παράγεται από ζωικούς υμένες ή κόκαλα· (πρβ. ζελατίνα). β. εκρηκτικό μείγμα από νιτρογλυκερίνη σε μορφή ζελατίνης. 2. (λόγ.) ζελατίνα.
[λόγ. < γαλλ. gélat(ine) -ίνη]
- ζελέ το [zelé] Ο (άκλ.) & ζελές ο [zelés] Ο13 : 1α. χυμός από βρασμένο κρέας που έπηξε με ψύξη. β. χυμός από φρούτα και ζάχαρη που έπηξε με ψύξη· φρουί ζελέ. || γλύκισμα με βάση ζελέ. 2. κολλώδης ουσία που χρησιμοποιείται στην κομμωτική για τη σταθεροποίηση του χτενίσματος· τζελ.
[λόγ. < γαλλ. gelée· ζελέ -ς]