Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζακόνι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ζακόνι το.
  • 1) Νόμος:
    • εστέρξανε … οι χώρες να δίδουνε χαράτσι … ότι να τους αφήσει να ’χουσι τα ζακόνια τους (Χρον. σουλτ. 11325).
  • 2) Συνήθεια· έθιμο:
    • ο γιατρός έπιε ολίγο, ως ήτονε ζακόνι (αυτ. 1403).

[<σλαβ. zakonă (Meyer, NS II 27). Λ. ζάκανον το 10. αι. (LBG). Η λ. στο Du Cange (ιν) και σήμ. λαϊκ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες