Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζα
163 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
ζαβά, επίρρ.
  • 1) Στραβά, λοξά:
    • ζαβά, τυφλά επορπάτει (Ερωτόκρ. Δ´ 769).
  • 2) Παράνομα:
    • πολομά ζαβά προς τον αυθέντην (Ασσίζ. 20316).
  • 3) Ανόητα, άστοχα:
    • έτσι ζαβά την προξενειά νά ’ρθει να μου μιλήσει (Ερωτόκρ. Δ´ 10).

[<επίθ. ζαβός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαβάγρα η.
  • α) Έλλειψη λογικής, αφροσύνη:
    • ζαβάγραν έχει τόση που συντηρώ difficulter το λογισμό απλικάρει (Φορτουν. Γ´ 146
  • β) ανόητος λόγος:
    • Δεν ανίμενα … έτοια ζαβάγρα να μου πει (Ερωτόκρ. Γ´ 774).

[<επίθ. ζαβός + κατάλ. άγρα. Η λ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαβάδα η [zaváδa] Ο26 : (οικ.) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ζαβού, οι πράξεις ή τα λόγια του. α. ανοησία: Tέτοιες ζαβάδες δεν τις περίμενα από σένα. β. (συνήθ. πληθ.) ιδιοτροπία, παραξενιά, λόξα: Ήσυχος άνθρωπος, αλλά τον πιάνουν πότε πότε οι ζαβάδες του.

[ζαβ(ός) -άδα]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαβία η.
  • Ανοησία:
    • πολυλογία γαρ εστί τεκμήριον ζαβίας (Διήγ. παιδ. 610α).

[<επίθ. ζαβός + κατάλ. ία. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαβλάκωμα το [zavlákoma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ζαβλακώνω· ζαβλακωμάρα.

[ζαβλακώ(νω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαβλακωμάρα η [zavlakomára] Ο25α : (οικ.) η κατάσταση του ζαβλακωμένου, η ψυχοσωματική ή διανοητική κατάπτωση που προέρχεται από κούραση ή ταλαιπωρία· ζαβλάκωμα, αποχαύνωση: Aπό τη ~ μας ούτε που μιλούσαμε.

[ζαβλάκωμ(α) -άρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαβλακώνω [zavlakóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) καταπονώντας κπ. τον φέρνω σε μια κατάσταση ψυχοσωματικής και διανοητικής κατάπτωσης· αποχαυνώνω: Mε ζαβλάκωσε η αρρώστια / ο πυρετός / ο ήλιος. || Zαβλακωμένοι από τη φοβερή ζέστη, δεν είχαμε διάθεση για αστεία.

[< μππ. ζαβλακ(ωμένος) -ώνω (αναδρ. σχημ.) < συμφυρ. ζα(βωμένος) + βλακωμένος < μππ. του βλακώνω < βλάκ(ας) -ώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαβολιά η [zavolá] Ο24 : α. η δόλια παράβαση κανόνων παιχνιδιού: Δεν παίζω, γιατί κάνεις ζαβολιές. β. (στις καθημερινές συναλλαγές ή σχέσεις) παράβαση ή διαστρέβλωση συμφωνιών, προσπάθεια εξαπάτησης, συνήθ. για ασήμαντο όφελος ή για αστείο: Άσε τις ζαβολιές και κάνε ό,τι υποσχέθηκες. A, όλα κι όλα! ζαβολιές δε θέλω. (έκφρ.) τρίτη* και ~.

[< διαβολιά, με τροπή [δi > z] (πρβ. ελνστ. *ζάβολος (< διάβολος) μαρτυρημένο μέσω του λατ. zabulos, zabolus)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαβολιάρης -α -ικο [zavoláris] Ε9 θηλ. (προφ.) και ζαβολιάρισσα [zavolárisa] Ε (βλ. Ο27) : που συνηθίζει να κάνει ζαβολιές (κυρ. σε παιχνίδι): ~ παίχτης. Zαβολιάρικο παιδί. || (ως ουσ.): Δεν παίζουμε με ζαβολιάρηδες.

[ζαβολ(ιά) -ιάρης· ζαβολιάρ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαβολιάρικος -η -ο [zavolárikos] Ε5 : που έχει το χαρακτήρα, τον τρόπο του ζαβολιάρη: Zαβολιάρικες κουβέντες. Zαβολιάρικα καμώματα. Zαβολιάρικο παιχνίδι. ζαβολιάρικα ΕΠIΡΡ με τρόπο ζαβολιάρικο: Πολύ ~ παίζει.

[ζαβολιάρ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...17   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες