Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζήλεια η· ζήλα· ζηλεία· ζηλειά· ζουλεία.
-
- 1)
- α) Φθόνος, ζήλεια:
- κακόν θηρίον ο φθόνος και η ζήλα (Τρωικά 52619)·
- β) επιθυμία:
- ενέβην ζήλα εις την καρδίαν τους να πάσιν πέρα (Μαχ. 7222)·
- γ) διαμάχη, ανταγωνισμός:
- Τόσες δεν είν’ ζηλειές ανάμεσά τως (ενν. στους φτωχούς) (Ερωφ. Γ´ 409).
- α) Φθόνος, ζήλεια:
- 2) (Προκ. για γυναίκα και άνδρα) ζηλοτυπία:
- Ποτέ δεν λείπει η ζήλεια ’ξ εκείνον που αγαπάει (Δεφ., Λόγ. 383).
[<ζηλεύω + κατάλ. ‑εια. Ο τ. ζήλα στο Meursius. Ο τ. ‑εία στο LBG (‑ία). Ο τ. ‑ειά στο Βλάχ. και ζουλειά στο Somav. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- ζηλειάρης, επίθ.,
- βλ. ζηλιάρης.