Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εὔχομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύχομαι [éfxome] Ρ αόρ. ευχήθηκα, απαρέμφ. ευχηθεί : α.εκφράζω την ευχή, την επιθυμία να γίνει κτ.: ~ ο καινούριος χρόνος να είναι ειρηνικός. (Σου) ~ να ζήσεις και να ευτυχήσεις. Δε σου ~ να βρεθείς στη δική μου δύσκολη θέση, αντίθετα το απεύχομαι. ~ το κακό κάποιου, τον καταριέμαι. || απευθύνω σε κπ. τις ευχές μου: Σου ~ καλημέρα / καλή όρεξη / περαστικά / καλό ταξίδι / καλές γιορτές / καλή επιτυχία / κάθε ευτυχία / ευτυχισμένο τον καινούριο χρόνο. Tου τηλεφώνησα για να τον ευχηθώ. Tου ευχήθηκα για τη γιορτή του / για τη γέννηση του παιδιού του. ~ από τα βάθη της καρδιάς μου καλή σταδιοδρομία. β. δίνω την ευχή μου, την ευλογία μου: Ο γέρος ευχήθηκε τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ο ιερέας ευχήθηκε το εκκλησίασμα. γ. προσεύχομαι, παρακαλώ: H εκκλησία εύχεται για την ειρήνη του κόσμου / τη σωτηρία των πιστών. ~ στο Θεό να σε προστατεύει.

[λόγ. < αρχ. εὔχομαι `προσεύχομαι, παρακαλώ, εύχομαι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εύχομαι· εύκομαι· αόρ. ευκίστηκα· ευχέθηκα· ευχίστην· ευχίσθηκα· ευχίστηκα· υποτ. αορ. ευχιστώ.
  • 1) Δίνω ευχή σε κάπ., εύχομαι:
    • ιδού αποχαιρετίζω σας και εύξασθέ μοι τώρα (Βέλθ. 168).
  • 2) Προσεύχομαι:
    • (Βησσ., Επιστ. 2615).

[αρχ. εύχομαι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες