Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εὔμορφος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
εύμορφος, επίθ.· έμορφος· ευμόρφος· όμορφος· συγκρ. ‑ότερος ‑ύτερος.
  • α) Ωραίος, όμορφος:
    • (Βέλθ. 157
    • όμορφος αθός (Ερωτόκρ. Ε´ 1520
  • β) (μεταφ.) ταιριαστός, κατάλληλος:
    • άπλωνε τους λόγους του με πολλά παραδείγματα της Θείας Γραφής ευμορφότατα (Ιστ. πατρ. 1173
  • γ) θαυμαστός, αξιοθαύμαστος:
    • στο κάστρον εξετέντωσαν μ’ όμορφην παρρησίαν (Σταυριν. 322
  • δ) ευχάριστος, θελκτικός:
    • εκιλαδούσαν ευμορφότατον κιλαδισμόν (Διγ. Άνδρ. 3757
    • ο αέρας ήταν εύμορφος (Διγ. Άνδρ. 37517
  • ε) (προκ. για τροφή) νόστιμος:
    • όμορφο παξιμάδι (Πανώρ. Β´ 135).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Ο καλός τρόπος:
      • με το γλυκύ, με τ’ όμορφον, με του Θεού τον φόβον (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 608).
    • 2) (Στον πληθ.) τα όμορφα = οι αρετές:
      • (Βυζ. Ιλιάδ. 622), (Πηγά, Χρυσοπ. 132 (20)).

[αρχ. επίθ. εύμορφος. Ο τ. έμ‑ και σήμ. ποντ. Ο τ. όμ‑ στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ευμορφοσκευασμένος, μτχ. επίθ.· ομορφοσκευασμένος.
  • Κατασκευασμένος με τέχνη, ομορφοφτιαγμένος:
    • στο ξενοδοχειόν τ’ ομορφοσκευασμένον (Ιμπ. (Legr.) 832).

[<επίρρ. εύμορφα + μτχ. παρκ. του σκευάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ευμορφοστολίζω· εμορφοστολίζω· ομορφοστολίζω.
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = στολισμένος ωραία:
    • κλίνην … εμορφοστολισμένην (Τριβ., Ρε 223
    • καβαλάροι … ομορφοστολισμένοι (Ερωτόκρ. Β´ 373).

[<επίρρ. εύμορφα + στολίζω. Ο τ. ομ‑ και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ευμορφοσύνη η· εμορφοσύνη· ομορφοσύνη.
  • Ομορφιά:
    • Είχεν θωρίαν αγγελικήν, μεγάλη εμορφοσύνην (Ιμπ. 398).

[<επίθ. εύμορφος + κατάλ. σύνη. Ο τ. ομ‑ στο Du Cange App. (λ. όμορφος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες