Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εὐπορία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευπορία η [efporía] Ο25 : αρκετά μεγάλη οικονομική άνεση. ANT απορία.

[λόγ. < αρχ. εὐπορία]

[Λεξικό Κριαρά]
ευπορία η.
  • Ευκολία να βρει (κάπ. κ.):
    • ει δ’ ουκ έστιν ευπορία ροδομέλιτος, οινομέλιτι χρω (Ιερακοσ. 43226).

[αρχ. ουσ. ευπορία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες