Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εὐμένεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευμένεια η [evménia] Ο27 : η ιδιότητα του ευμενούς, η καλή διάθεση απέναντι σε κπ. ή σε κτ.· εύνοια: Οι αρχαίοι ζητούσαν, με τις θυσίες, την ~ των θεών.

[λόγ. < αρχ. εὐμένεια]

[Λεξικό Κριαρά]
ευμένεια η· ευμενεία.
  • 1) Καλή διάθεση:
    • ήτον καλομίλητος, εις όλους μ’ ευμενείαν (Λίμπον. 161).
  • 2) Εύνοια:
    • (Βίος Αλ. 2589).

[αρχ. ουσ. ευμένεια. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες