Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εἴτε
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
είτε [íte] σύνδ. διαχ. : συνδέει προτάσεις ή όρους μιας πρότασης επαναλαμβανόμενος και στα δύο μέλη, για να δηλώσει ότι η παραδοχή του ενός ή του άλλου νοήματος είναι αδιάφορη για τον ομιλητή· ή: ~ κερδίσεις ~ χάσεις, δε με νοιάζει. || για να δηλώσει πολλαπλή δυνατότητα: Θα συζητήσουν ~ πριν ~ μετά το μάθημα. || ~ θάνατος ~ λευτεριά. Ένας θα χάσει· ~ εσύ ~ αυτός.

[αρχ. εἴτε]

[Λεξικό Κριαρά]
είτε, σύνδ.
  • 1) Είτε:
    • (Ψευδο-Σφρ. 54036).
  • 2) Εάν, όταν:
    • (Σπαν. (Ζώρ.) V 583).
  • 3) Έκφρ. είτε και = σε περίπτωση που, εάν:
    • (Σπαν. (Ζώρ.) V 293).
  • 4) Έκφρ. είτε δε = αλλιώς, ειδεμή:
    • (Χρον. σουλτ. 372).
  • 5) Ότι (ειδικό):
    • το δίκαιον ορίζει είτε ο δανειστιός … να τον πλερώσει τό του χρεωστεί (Ασσίζ. 6510).

[αρχ. σύνδ. είτε. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες