Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύστοχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύστοχος -η -ο [éfstoxos] Ε5 : 1.για όπλο ή για βολή που πετυχαίνει το στόχο της: Εύστοχο όπλο, ευθύβολο. Εύστοχα πυρά. || (αθλ.): Εύστοχο σουτ. Εύστοχη βολή. || (για πρόσ.): Στις πρώτες βολές ήταν πολύ ~, ευθύβολος. 2. (μτφ., για αφηρ. ουσ.) που πετυχαίνει το σκοπό του: Εύστοχη παρατήρηση / ερώτηση, που αναφέρεται, που στοχεύει στην ουσία του θέματος. Εύστοχη ενέργεια, αποτελεσματική. ~ χαρακτηρισμός, επιτυχημένος, έξυπνος. || (για πρόσ.): Ήταν πολύ ~ στις παρατηρήσεις του. εύστοχα ΕΠIΡΡ: Ο ομιλητής παρατήρησε πολύ ~ ότι…

[λόγ. < αρχ. εὔστοχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες