Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύπορος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύπορος -η -ο [éfporos] Ε5 : που βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση· ευκατάστατος, πλούσιος. ANT άπορος: Είναι ~. Εύπορη οικογένεια. Aνήκει στις εύπορες τάξεις. || (ως ουσ.) ο εύπορος: Aκριβά σχολεία, μόνο για παιδιά ευπόρων.

[λόγ. < αρχ. εὔπορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες