Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύορκος -η -ο [évorkos] Ε5 : (λόγ.) που τηρεί τον όρκο, την υπόσχεση που έδωσε.
ευόρκως ΕΠIΡΡ: Yπηρέτησε ~ την πατρίδα του. [λόγ. < αρχ. εὔορκος, εὐόρκως]