Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύορκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύορκος -η -ο [évorkos] Ε5 : (λόγ.) που τηρεί τον όρκο, την υπόσχεση που έδωσε. ευόρκως ΕΠIΡΡ: Yπηρέτησε ~ την πατρίδα του.

[λόγ. < αρχ. εὔορκος, εὐόρκως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες