Παράλληλη αναζήτηση
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εύγε [évje] επιφ. : δηλώνει έπαινο, επιδοκιμασία· μπράβο: ~ σου / του. || (ως ουσ.): Tου αξίζει ένα μεγάλο ~ για την πράξη του.
[λόγ. < αρχ. εsγε]
- ευγενάδα η.
-
- Καλή συμπεριφορά, καλά ήθη:
- εβασίλευεν με ευγενάδα (Διήγ. Αλ. G 26440).
[<ουσ. ευγένεια + κατάλ. ‑άδα]
- Καλή συμπεριφορά, καλά ήθη:
- ευγένεια η [evjénia] Ο27α λόγ. γεν. και ευγενείας : I1.καλή συμπεριφορά, σύμφωνη με τους κανόνες που η κοινωνία έχει επιβάλει. ANT αγένεια: Mιλάει / φέρεται με ~. Kάνω κτ. από ~. Φυσική / αληθινή / ψεύτικη ~. H (στοιχειώδης) ~ επιβάλλει να
H ευγένειά του σε σκλαβώνει. (έκφρ.) γαλατική* ~. η ~ υποχρεώνει*. || (πληθ.): Άρχισε τις ευγένειες και με εκνευρίζει. 2. ανωτερότητα ιδίως από ηθική, πνευματική ή αισθητική άποψη: H ~ του χαρακτήρα / των συναισθημάτων / των χαρακτηριστικών κάποιου. Kαλλιτέχνης με ~ ύφους. II. το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τον ευγενή, που του δίνουν τη δυνατότητα να ανήκει στην κοινωνική τάξη των ευγενών: Προνόμια ευγενείας. Tίτλοι ευγενείας ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες. || (παρωχ.): H ευγένειά σου / του κτλ., ως τιμητική προσφώνηση αντί εσύ / αυτός κτλ.
[λόγ. < αρχ. εὐγένεια `ευγενική καταγωγή, ευγένεια πνεύματος΄ & σημδ. (ιδ. Ι1, ΙΙ) γαλλ. noblesse]
- ευγένεια η· βγενειά· ευγενεία· ευγενειά.
-
- 1) Αρχοντική καταγωγή:
- (Λίμπον. 119).
- 2) Δόξα, μεγαλείο:
- τ’ όνομά τση εβούλιαξε κι η ευγενειά τση εχάθη (Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ´ 74).
- 3) Περηφάνεια, αλαζονεία(;):
- αν δε ζητήσεις, άγουρε, γυναίκαν να με πάρεις, ου μη θελήσει ο πατέρας μου διά την ευγένειάν του (Αχιλλ. L 649).
- 4) Γενναιότητα:
- απ’ εσένα έφυγε η ευγενεία … και τώρα γένηκες δειλός (Θησ. Β´ [51]).
- 5) Ομορφιά, χάρη:
- ευγενειές οπὄχει το κορμί σου (Τριβ., Ρε 190).
- 6) Ευγένεια, αρχοντιά, οι «τρόποι»:
- η ευγενεία οπού ’χαν … στο ήθος (Θησ. Γ´ [486]).
- Ως τιμητική προσφών.:
- φίλε μου, η ευγενειά σου (Ερωφ. Α´ 72).
[αρχ. ουσ. ευγένεια. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αρχοντική καταγωγή:
- ευγενειακός, επίθ.
-
- Που κατάγεται από γενιά ευγενών:
- τους ευγενειακούς ο θάνατος καθόλου δεν φοβάται (Αχιλλ. L 1235).
[<ουσ. ευγένεια + κατάλ. ‑ιακός]
- Που κατάγεται από γενιά ευγενών:
- ευγενής ο [evjenís] Ο22 θηλ. ευγενής [evjenís] Ο (βλ. Ε10) : αυτός που λόγω καταγωγής ή παραχώρησης εκ μέρους ενός ηγεμόνα έχει ορισμένο τίτλο ή προνόμια, βάσει των οποίων ανήκει σε ανώτερη κοινωνική τάξη: Παντρεύτηκε μια αστή ενώ ο ίδιος ήταν ~. Οι ευγενείς ή η τάξη των ευγενών, η σχετική κοινωνική τάξη. Στους νέους χρόνους γίνεται μετατόπιση της εξουσίας από τους ευγενείς και τον κλήρο στο βασιλιά αρχικά και ύστερα στους αστούς.
[λόγ. < αρχ. εὐγενής `ευγενικής καταγωγής, με ανώτερα αισθήματα΄ & σημδ. γαλλ. noble· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ευγενής, επίθ.· βγενής· θηλ. ευγενή· ευγενούσα· πληθ. ουδ. ευγενά.
-
- 1) Που κατάγεται από υψηλή, αρχοντική γενιά:
- (Αχιλλ. (Smith) O 2).
- 2) Γενναίος:
- (Ψευδο-Σφρ. 39623).
- 3) Που έχει ευγενικά αισθήματα, λεπτούς τρόπους, ευγενικός:
- (Εβρ. ελεγ. 160).
- 4) Όμορφος, κομψός:
- επιλούρικον … ευγενέστατον πάνυ (Διγ. Z 1172).
- 5) Ως τιμητική προσφών.:
- κυρά χαρίτων, ευγενής βασίλισσα (Λίβ. N 2165).
- Το αρσ. ως ουσ. = άρχοντας:
- ευγενείς και μεγιστάνοι (Ερμον. Π 25).
- Το ουδ. ως ουσ. = γενναιότητα:
- φύσεως γαρ το ευγενές (Διγ. Z 1380).
[αρχ. επίθ. ευγενής. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που κατάγεται από υψηλή, αρχοντική γενιά:
- ευγενής -ής -ές [evjenís] Ε10 : I1.που έχει σχέση με τον ευγενή και ιδίως με την τάξη των ευγενών· (πρβ. αριστοκρατικός): Άνθρωπος ευγενούς καταγωγής. 2. (μτφ., για πργ.) που έχει ιδιότητες, οι οποίες το διαφοροποιούν από τα άλλα, ιδίως το κάνουν ανώτερο: Ευγενή ποτά. Οι ντόπιοι τεχνίτες δεν ήξεραν να δουλεύουν τα ευγενή υλικά. || (ορυκτ.) Ευγενή μέταλλα, που δύσκολα οξειδώνονται. || (χημ.) Ευγενή αέρια, που παρουσιάζουν χημική αδράνεια. II. που χαρακτηρίζεται από ευγένεια, που επιδεικνύει καλή συμπεριφορά, σύμφωνη με τους κανόνες που η κοινωνία έχει επιβάλει, καθώς και ανωτερότητα ιδίως από ηθική, πνευματική ή αισθητική άποψη· ευγενικόςI: ~ άμιλλα / παραχώρηση. Tης εξέφρασε τα ευγενή αισθήματά του. || (λόγ., για πρόσ.): Nα είσαι ~ με όλους. ANT αγενής.
ευγενώς ΕΠIΡΡ στη σημ. II: Προσφέρθηκε ~ να μας βοηθήσει. [λόγ. < αρχ. εὐγενής `ευγενικής καταγωγής, με ανώτερα αισθήματα΄ & σημδ. (ιδ. Ι) γαλλ. noble· λόγ. < αρχ. εὐγενῶς]
- ευγενίζω.
-
- Χαρίζω ευγένεια, χάρη, ομορφιά:
- χείλη οπ’ ευγενίζασιν το στόμα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [246]).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) (Προκ. για καταγωγή) ευγενικός:
- την πλιο ευγενισμένη ρίζαν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1418]).
- 2) Που έχει καλή ανατροφή, καλούς τρόπους:
- ευγενισμένον, καλοπιτήδειον άνθρωπον (Ιμπ. 747).
- 1) (Προκ. για καταγωγή) ευγενικός:
[αρχ. ευγενίζω]
- Χαρίζω ευγένεια, χάρη, ομορφιά:
- ευγενικά, επίρρ.· βγενικά.
-
- 1) Όπως αρμόζει σε άρχοντα, αρχοντικά:
- ευγενικά, βασιλικά … απεκατέστησά την (Φλώρ. 416).
- 2) Με ευγένεια, με καλό τρόπο:
- ευγενικά … επιλογήθην (Ιμπ. 305).
- 3) Με σύνεση, με φρόνηση, γνωστικά:
- Όσα στον κόσμον βρίσκονται … ούλα ’χ τον μάστρον βγενικά γινήκα (Κυπρ. ερωτ. 9042).
[<επίθ. ευγενικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Όπως αρμόζει σε άρχοντα, αρχοντικά: