Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφεσιβάλλω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εφεσιβάλλω [efesiválo] -εται Ρ (συνήθ. στον ενεστ.) : (νομ.) ~ μια πρωτόδικη απόφαση, την προσβάλλω και την εισάγω σε ανώτερο (δευτεροβάθμιο) δικαστήριο.

[λόγ. έφεσι(ς) 1 + βάλλω μτφρδ. γαλλ. interjeter appel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες