Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευτυχία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευτυχία η [eftixía] Ο25 : 1.κατάσταση βαθιάς και διαρκούς ικανοποίησης, που δημιουργείται από την εκπλήρωση των ψυχικών και υλικών αναγκών και επιθυμιών. ANT δυστυχία: Έζησε μια ζωή γεμάτη ~. Σου εύχομαι κάθε ~. Λάμπει από ~. Tίποτε δε σκιάζει την ~ τους. Mου κατέστρεψε την ~. Στάθηκε εμπόδιο στην ~ μου. Tο κυνήγι της ευτυχίας. Φυλαχτό που φέρνει ~. (επιφ. έκφρ.) τι ~ (τι χαρά)! || για κπ. ή για κτ. που γίνεται πρόξενος ευτυχίας: Tα παιδιά είναι ~ / είναι η ~ του σπιτιού μας. H μεγαλύτερη ~ για τον άνθρωπο είναι να προσφέρει στους άλλους τη χαρά. (γνωμ.) το χρήμα δε φέρνει την ~. 2. καλή τύχη, ευτυχής συγκυρία, κυρίως στην έκφραση έχω την ~ να… ANT έχω την ατυχία να…: Είχε την ~ να μεγαλώσει σε ένα καλλιεργημένο περιβάλλον. Είχα την ~ να γνωρίσω αξιόλογους ανθρώπους. || (σε τυποποιημένη έκφραση ευγένειας): Θα έχουμε την ~ να δειπνήσουμε μαζί;

[λόγ.: 1: αρχ. εὐτυχία· 2: σημδ. γαλλ. bonheur]

[Λεξικό Κριαρά]
ευτυχία η· ευτυχιά.
  • 1) Ευτυχία:
    • (Ιστ. Βλαχ. 1240).
  • 2) (Στον πληθ.) ηδονές:
    • Τες αρετές επιάσαμε, τες ευτυχιές μισούμε (Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 73).
    • Ως προσωποπ.:
      • το κάστρον … της Ευτυχίας (Λόγ. παρηγ. L 304).

[αρχ. ουσ. ευτυχία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ευτυχιάρης, επίθ.
  • Καλότυχος, ευτυχισμένος:
    • ευτυχιάρης εις το ριζικόν του (Διήγ. Αλ. V 27).

[<ουσ. ευτυχία + κατάλ. άρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες