Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευτραφής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευτραφής -ής -ές [eftrafís] Ε10 : 1.(λόγ.) καλοθρεμμένος. 2. ειρωνικά ή με συγκαλυμμένο τρόπο για λόγους ευγένειας, για κπ. που είναι παχύς, χοντρός: Mια ~ κυρία.

[λόγ. < αρχ. εὐτραφής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες