Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευπρεπής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ευπρεπής, επίθ.
  • 1) Που έχει ευγενικό παρουσιαστικό· όμορφος:
    • ανήρ ουκ ευπρεπής την όψιν (Βίος Αλ. 6006).
  • 2) Κόσμιος· ταιριαστός· σωστός:
    • με τάξιν σέβηκ’ ευπρεπή κι ουκ είχεν αγνωσίαν (Κορων., Μπούας 24).
  • 3) Μεγαλοπρεπής, λαμπρός:
    • Απάντων ευπρεπέστερος και κεκαλλωπισμένος υπάρχει ο ναός αυτός (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1237).

[αρχ. επίθ. ευπρεπής. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευπρεπής -ής -ές [efprepís] Ε10 : 1.για πρόσωπο ή για εκδήλωση που είναι σύμφωνη με ό,τι επιβάλλουν οι κανόνες της καλής κοινωνικής συμπεριφοράς. ANT απρεπής: Ένας ~ άνθρωπος δε σχολιάζει άτομα που είναι απόντα. Ο τρόπος με τον οποίο αρνήθηκε την πρόσκληση δεν ήταν καθόλου ~. || Δεν είναι ευπρεπές να διακόπτεις το συνομιλητή σου / όταν τρως να γλείφεις τα δάχτυλά σου. || για περιποιημένη εξωτερική εμφάνιση που δεν είναι όμως προκλητική ή εξεζητημένη. 2. για κτ. που έχει γίνει με επιμέλεια και γνώση, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι ικανοποιητικό και να μην προκαλεί αρνητικά σχόλια: Παρουσίασε μια πολύ ευπρεπή παράσταση. Tο επίπεδο της δουλειάς του είναι πολύ ευπρεπές. (λόγ.) ευπρεπώς ΕΠIΡΡ: Οι επισκέπτες της μονής πρέπει να είναι ντυμένοι ~.

[λόγ. < αρχ. εὐπρεπής, εὐπρεπῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες