Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευπειθής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευπειθής -ής -ές [efpiθís] Ε10 : (λόγ.) που υπακούει με προθυμία σε θεσμοθετημένους κυρίως κανόνες πειθαρχίας. ANT απειθής: Ήταν ευπειθέστατος σε όλο το διάστημα της στρατιωτικής του θητείας. ευπειθώς ΕΠIΡΡ: ~ αναφέρω, για την αναφορά στο στρατό.

[λόγ. < αρχ. εὐπειθής, ελνστ. εὐπειθῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες