Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευεργετώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευεργετώ [everjetó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω μια καλή πράξη, παρέχω βοήθεια σε κπ.: Tον έχω ευεργετήσει άπειρες φορές, αλλά δεν το αναγνωρίζει. || (επέκτ.) ωφελώ κπ. ή κτ.: H ανθρωπότητα ευεργετήθηκε αφάνταστα από τις ανακαλύψεις του.

[λόγ. < αρχ. εὐεργετῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ευεργετώ· βεργετώ.
  • 1) Ευεργετώ κάπ.:
    • (Διγ. Z 773).
  • 2)
    • α) Χαρίζω, δωρίζω· παραχωρώ κ.:
      • σε ευεργετώ μαργαριτάριν όπου χρήζει χιλιάδες εξήντα (Πτωχολ. P 349
    • β) παραχωρώ προνόμιο:
      • ευεργετούμεν σοι του δύνασθαί σε έρχεσθαι … εις το κελίον μου (Ψευδο-Σφρ. 26432).

[αρχ. ευεργετέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες