Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευδία η [evδía] Ο25 : (λόγ.) καλός και ιδίως αίθριος καιρός.
[λόγ. < αρχ. εὐδία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευδιάζει· βδιάζει.
-
- Γίνεται αιθρία:
- άνεμος επαράπαψε κι αρχίνιζε να βδιάζει (Ροδολ. Α´ 266).
[μτγν. ευδιάζει. Ο τ. κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]
- Γίνεται αιθρία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευδιαθεσία η [evδiaθesía] Ο25 : η κατάσταση του ευδιάθετου ανθρώπου.
[λόγ. ευδιάθε(τος) -σία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευδιάθετον το.
-
- Καλή διάθεση:
- το ευδιάθετον της γνώμης αυτού (Δούκ. 18726).
[ουδ. του μτγν. επιθ. ευδιάθετος ως ουσ.]
- Καλή διάθεση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευδιάθετος -η -ο [evδiáθetos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει καλή ψυχική διάθεση, κέφι.
[λόγ. < ελνστ. εὐδιάθετος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευδιακρισία η.
-
- Διακριτικότητα, ευγένεια:
- του πόθου ευδιακρισία (Λίβ. N 1706).
- Ως προσωποπ.:
- την παράξενον είδα Ευδιακρισίαν (αυτ. 995).
[<ουσ. ευδιάκρισις + κατάλ. ‑ία. Η λ. τον 8.-9. αι. (LBG)]
- Διακριτικότητα, ευγένεια:
[Λεξικό Κριαρά]
- ευδιάκρισις η.
-
- Ευγένεια:
- ευχαριστώ την ευδιάκρισιν (Λίβ. N 1798).
[<επίρρ. ευ + ουσ. διάκρισις]
- Ευγένεια:
[Λεξικό Κριαρά]
- ευδιακριτόθετον το.
-
- Ευγένεια, ευγενική διάθεση:
- το ευδιακριτόθετον της ιδικής σου γνώμης (Λίβ. Sc. 547· Λίβ. Esc. 1653 (χφ το φρικτόν το διάθετον)).
[ουδ. του επιθ. ευδιακριτόθετος ως ουσ.]
- Ευγένεια, ευγενική διάθεση:
[Λεξικό Κριαρά]
- ευδιάκριτος, επίθ.
-
- Ευγενικός:
- ευδιάκριτον ψυχήν (Λίβ. Sc. 19).
- Το ουδ. ως ουσ. = ευγενική διάθεση:
- εγνωρίζω και το εις εμέ σου ευδιάκριτον (αυτ. 489).
[μτγν. επίθ. ευδιάκριτος. Η λ. και σήμ.]
- Ευγενικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευδιάκριτος -η -ο [evδiákritos] Ε5 : που εύκολα μπορεί κανείς να τον διακρίνει. ANT δυσδιάκριτος. α. που εύκολα μπορεί κανείς να τον αντιληφθεί με μία από τις αισθήσεις, ιδίως με την όραση: Οι πινακίδες της τροχαίας πρέπει να είναι ευδιάκριτες. β. που εύκολα μπορεί κανείς να τον ξεχωρίσει από κπ. άλλο: Ευδιάκριτες έννοιες / διαφορές.
ευδιάκριτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. εὐδιάκριτος]