Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευγνώμων, επίθ.· εγνώμων.
-
- Καλοπροαίρετος, καλόγνωμος:
- (Λίβ. (Lamb.) N 901).
[αρχ. επίθ. ευγνώμων. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Καλοπροαίρετος, καλόγνωμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευγνώμων -ων -ον [evγνómon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (ιδ. για πρόσ.) που αισθάνεται ευγνωμοσύνη· ευγνώμονας. ANT αγνώμων· ιδίως σε εκφράσεις ευγένειας όπως: Σου / σας είμαι ~, σας ευγνωμονώ, σας ευχαριστώ πολύ. Θα σας είμαι ~ αν με βοηθήσετε. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. εὐγνώμων `με καλά αισθήματα, φρόνιμος΄ κατά την αλλ. της σημ. του ευγνωμοσύνη]