Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετερόκλιτος -η -ο [eteróklitos] Ε5 : (αρχ. γραμμ.) Ετερόκλιτα ουσιαστικά, που σχηματίζουν ορισμένες πτώσεις σύμφωνα με κάποια άλλη κλίση ή συγχρόνως με δύο κλίσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἑτερόκλιτος `ανώμαλος, με δύο διαφορετικά θέματα΄ σημδ. γερμ. Heteroklit (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἑτερόκλιτος]