Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσχάρα η [esxára] Ο25α : 1.(λόγ.) η ναυπηγική κλίνη· σκαρί, σκάρα 2: H ~ των ναυπηγείων. 2. (αρχαιολ.) είδος θυσιαστηρίου σκαμμένου στο έδαφος· (πρβ. βωμός). 3. (ιατρ.) η σκληρή κρούστα που σχηματίζεται στην επιφάνεια της πληγής.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἐσχάρα, αρχ. σημ.: `τζάκι, εστία΄· 2, 3: αρχ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- εσχάρα η· σκάρα.
-
- Σκάρα, μαγειρικό σκεύος:
- σκάρες και αποκάτω … κάρβουνα (Αποκ. Θεοτ. I 135).
[αρχ. ουσ. εσχάρα. Τ. σχ‑ σήμ. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- Σκάρα, μαγειρικό σκεύος: