Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερωτότροπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ερωτότροπος, επίθ.
  • Που είναι κυριευμένος από τον έρωτα, ερωτευμένος:
    • ψυχή … ερωτότροπος (Λίβ. P 1719).

[<ουσ. έρωτας + τρέπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες