Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερυθρόμορφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερυθρόμορφος -η -ο [eriθrómorfos] Ε5 : (αρχαιολ., για αγγείο) που έχει κόκκινες μορφές επάνω σε μαύρο φόντο· (πρβ. μελανόμορφος): Ένας ~ αμφορέας. Ερυθρόμορφη κύλικα. Tα μελανόμορφα αγγεία χρονικά προηγούνται από τα ερυθρόμορφα. || ~ ρυθμός, ο τρόπος ζωγραφικής διακόσμησης των ερυθρόμορφων αγγείων.

[λόγ. ερυθρο- + μορφ(ή) -ος μτφρδ. αγγλ. red figure vases]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες