Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερημότοπος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερημότοπος ο [erimótopos] Ο20 : περιοχή στην οποία δεν κατοικούν ή δε συχνάζουν άνθρωποι.

[μσν. ερημότοπος < έρημ(ος) -ο- + -τοπος]

[Λεξικό Κριαρά]
ερημότοπος ο.
  • Τόπος ακατοίκητος, έρημος:
    • Εκεί εις τον ερημότοπον και εις τα θαλασσοβράχια (Λίβ. N 2922).

[<επίθ. έρημος + ουσ. τόπος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες