Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εργατεία η· εργατειά.
-
- Δουλειά (αγροτική):
- κάμουν εργατειές (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2327).
[μτγν. ουσ. εργατεία. Άσχ. το σημερ. ‑ιά]
- Δουλειά (αγροτική):
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μτγν. ουσ. εργατεία. Άσχ. το σημερ. ‑ιά]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |