Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εργατεία
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εργατεία η· εργατειά.
  • Δουλειά (αγροτική):
    • κάμουν εργατειές (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2327).

[μτγν. ουσ. εργατεία. Άσχ. το σημερ. ‑ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες