Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επτάχορδος -η -ο [eptáxorδos] Ε5 : (για μουσικό όργανο) που έχει εφτά χορδές. || (ως ουσ.) το επτάχορδο, μουσικό όργανο με εφτά χορδές.
[λόγ. < αρχ. ἑπτάχορδος]