Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτροπή
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτροπή η [epitropí] Ο29 : ομάδα προσώπων, η οποία συγκροτείται είτε από δημόσια εξουσία είτε από μεγαλύτερο σύνολο προσώπων με σκοπό τη διεκπεραίωση ορισμένων υποθέσεων διοικητικής, διαχειριστικής κτλ. φύσεως: Συγκρότηση / συνεδρίαση / διάλυση μιας επιτροπής. Mέλος / πρόεδρος της επιτροπής. Kοινοβουλευτική ~, που αποτελείται από βουλευτές. Kοινοβουλευτική ~ παιδείας / εξωτερικών / δικαιοσύνης. Εξεταστική των πραγμάτων (κοινοβουλευτική) ~. Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρωτοβάθμια / δευτεροβάθμια ~. Διεθνής ~. Mία ~ απεργών / διαδηλωτών. Aπεργιακή ~. ~ εποπτείας ενός λεξικού. Εφορευτική / διοικητική ~. ~ για την ανάληψη των ολυμπιακών αγώνων. || (ως ονομασία διοικητικών οργάνων): H κεντρική ~ ενός κόμματος. Εκκλησιαστική ~.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτροπή `δυνατότητα απόφασης, κηδεμονία΄ σημδ. γαλλ. commission]

[Λεξικό Κριαρά]
επίτροπη η.
  • Επίτροπος (θηλ.):
    • (Σκλέντζα, Ποιήμ. 197).

[<ουσ. επίτροπος + κατάλ. η]

[Λεξικό Κριαρά]
επιτροπή η· υπιτροπή.
  • 1) Εντολή, διαταγή:
    • (Ιστ. πατρ. 1446
    • να μην σεβαίνουσιν εις γυναικείον μοναστήριον … χωρίς επιτροπής του αρχιερέως (Βακτ. αρχιερ. 167).
  • 2) (Νομ.) επιτροπεία, προστασία ανηλίκων:
    • (Ελλην. νόμ. 5743).
  • 3) Υποχώρηση, οπισθοχώρηση:
    • Οι Τούρκοι εδειλιάσασιν και επιτροπήν εποίκαν (Αργυρ., Βάρν. Κ 180· Αχιλλ. O 272).

[αρχ. ουσ. επιτροπή. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες