Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισύρω [episíro] -ομαι Ρ αόρ. επέσυρα, απαρέμφ. επισύρει, παθ. αόρ. επισύρθηκα, απαρέμφ. επισυρθεί : α.προκαλώ συνήθ. κτ. κακό και το κάνω να στραφεί εναντίον μου: Mε την προκλητική του συμπεριφορά επέσυρε τις επικρίσεις όλων / τη γενική αγανάκτηση. β. έχω ως συνέπεια: Tο αδίκημα της εσχάτης προδοσίας μπορεί να επισύρει ακόμα και την ποινή του θανάτου.
[λόγ. < αρχ. ἐπισύρω `σέρνω πίσω μου΄ σημδ. γαλλ. attirer]
[Λεξικό Κριαρά]
- επισύρω.
-
- I. (Ενεργ.) (μεταφ.) φέρω· παρασύρω:
- (Λίβ. P 1513).
- II. (Μέσ.) φέρω προς το μέρος μου· αποκτώ:
- (Γλυκά, Στ. Β´ 200).
[αρχ. επισύρω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- I. (Ενεργ.) (μεταφ.) φέρω· παρασύρω: