Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισκιάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επισκιάζω [episkiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κπ. ή κτ. άσημο καθώς προβάλλομαι, γίνομαι γνωστός ως πιο σημαντικός, πιο αξιόλογος από αυτόν: Mε τις γνώσεις / τις ικανότητές του επισκίασε τους συναδέλφους του. Tο πρόβλημα της ρύπανσης του περιβάλλοντος επισκιάζει σήμερα όλα τα άλλα.

[λόγ. < αρχ. ἐπισκιάζω `ρίχνω σκιά΄ σημδ. αγγλ. overshadow]

[Λεξικό Κριαρά]
επισκιάζω.
  • 1) Ρίχνω σκιά πάνω σε κ.·
    • (εδώ) υπερίπταμαι:
      • επισκιάζουσιν ημάς οι γύπες (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2639).
  • 2) (Προκ. για θείο πρόσωπο) προστατεύω:
    • (Εις Θεοτ. 95).

[αρχ. επισκιάζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες