Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισημοποιώ [episimopió] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω σε κτ. επίσημο χαρακτήρα, ιδίως το κάνω να είναι έγκυρο στα πλαίσια της κοινωνίας ή του κράτους: Επισημοποίησαν τις σχέσεις τους με αρραβώνα / με γάμο. Επισημοποιήθηκε η συνεργασία των δύο κομμάτων.
[λόγ. επίσημ(ος) -ο- + -ποιώ]