Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιρρεπής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
επιρρεπής, επίθ.
  • (Προκ. για αφτί σκύλου) κρεμαστός:
    • (Κυνοσ. 5895).

[μτγν. επίθ. επιρρεπής. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιρρεπής -ής -ές [epirepís] Ε10 : (για πρόσ.) που ρέπει, που έχει τάση για κτ. συνήθ. κακό: Άνθρωπος ~ στις ηδονές / στο ψεύδος.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιρρεπής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες