Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιπόλαιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιπόλαιος -η -ο [epipóleos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που η σκέψη, οι ενέργειες, η συμπεριφορά του χαρακτηρίζονται από προχειρότητα, από έλλειψη προσοχής ή σοβαρότητας ή βιασύνη: Ένας ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Mαθητής έξυπνος αλλά πολύ ~. Ένας ~ παρατηρητής θα πίστευε ότι προηγείται η αστραπή και ακολουθεί η βροντή. 2. για ανθρώπινη ενέργεια, συμπεριφορά, κατάσταση που καθώς χαρακτηρίζεται από τις παραπάνω ιδιότητες είναι: α. ατελής, όχι πλήρης, ικανοποιητική ή σωστή: Aρκείται σ΄ ένα επιπόλαιο διάβασμα. Mια επιπόλαιη ματιά / επιθεώρηση. Επιπόλαια λόγια. Aυτό που έκανες ήταν πολύ επιπόλαιο. β. ασήμαντη ή όχι σταθερή: Επιπόλαιο αίσθημα / συναίσθημα. Επιπόλαιες ερωτικές σχέσεις. || Επιπόλαιο τραύμα, όχι βαθύ. επιπόλαια ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε πολύ ~.

[λόγ. < αρχ. ἐπιπόλαιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες