Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιμελητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιμελητής ο [epimelitís] Ο7 θηλ. επιμελήτρια [epimelítria] Ο27 : αυτός που επιμελείται, φροντίζει για κτ. και ιδίως ασχολείται με συγκεκριμένο τομέα στα πλαίσια μιας εργασίας: Ο ~ της έκδοσης ενός βιβλίου / ενός περιοδικού. Ο ~ ήχου / εικόνας σε μια εκπομπή. || ~ μιας τάξης / ενός τμήματος, μαθητής που του έχει ανατεθεί η επιτήρηση της αίθουσας κατά την ώρα του διαλείμματος. || (νομ.): ~ ανηλίκου / ψυχοπαθούς (ανθρώπου). ~ κληρονομιάς / πτώχευσης. || (ως χαρακτηρισμός ή βαθμός υπαλλήλου): Δικαστικός ~. Ο ~ χειρογράφων της Εθνικής Bιβλιοθήκης. ~ αρχαιοτήτων, για υπάλληλο της Aρχαιολογικής Yπηρεσίας. ~ έδρας, για πανεπιστημιακό. ~ νοσοκομείου, για γιατρό.

[λόγ. < αρχ. ἐπιμελητής `διοικητής, επίτροπος΄· λόγ. επιμελη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες