Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιμίσθιο το [epimísθio] Ο40 : (λόγ.) χαρακτηρισμός κάθε πρόσθετης αμοιβής που παίρνει ο εργαζόμενος εκτός από τον κανονικό του μισθό.
[λόγ. επι- μισθ(ός) -ιον (πρβ. ελνστ. ἐπιμίσθιος `έμμισθος΄)]