Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιμίσθιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιμίσθιο το [epimísθio] Ο40 : (λόγ.) χαρακτηρισμός κάθε πρόσθετης αμοιβής που παίρνει ο εργαζόμενος εκτός από τον κανονικό του μισθό.

[λόγ. επι- μισθ(ός) -ιον (πρβ. ελνστ. ἐπιμίσθιος `έμμισθος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες