Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επιβουλία η· επιβουλιά· ’πιβουλιά.
-
- 1) Πονηριά, δόλος:
- όποιος δίχως ’πιβουλιά τον πόθο του ξετρέχει … καλό το τέλος έχει (Ερωτόκρ. Α´ 15).
- 2) Συνωμοσία:
- έγινε επιβουλία κατά τούτον (ενν. τον βασιλέα) (Hagia Sophia ω 53813).
[αρχ. ουσ. επιβουλία. Ο τ. ’πιβουλιά και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- 1) Πονηριά, δόλος: