Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επεξεργασία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επεξεργασία η [epekserγasía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επεξεργάζομαι. 1α. πνευματική δημιουργία με χρήση επί μέρους στοιχείων: H ~ ενός πολιτικού / εκπαιδευτικού / οικονομικού προγράμματος. β. διόρθωση, τροποποίηση ενός έργου, μιας πνευματικής δημιουργίας, έτσι ώστε να πάρει την τελική μορφή: Tελική ~ ενός κειμένου. γ. (πληροφ.) εισαγωγή και μετατροπή στοιχείων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: ~ δεδομένων. ~ εικόνας. ~ κειμένου, συγγραφή και διαμόρφωση κειμένου σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. 2. κατεργασία: Στο στομάχι γίνεται η ~ των τροφών. H ~ των λυμάτων. || (μεταλλουργία): Ψυχρή / θερμική ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐπεξεργασία & σημδ. γαλλ. élaboration]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες