Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επαφή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαφή η [epafí] Ο29 : 1α.η κατάσταση κατά την οποία δύο σώματα βρίσκονται κοντά, ώστε να μην υπάρχει απόσταση ανάμεσά τους, με αποτέλεσμα να αγγίζει το ένα το άλλο: Έρχομαι σε ~ με κτ., το αγγίζω, το ακουμπώ. Είναι επικίνδυνο να έλθει κανείς σε ~ με ηλεκτροφόρο καλώδιο. Aρρώστιες που μεταδίδονται με άμεση / έμμεση ~. || Φακοί* επαφής. Σημείο επαφής, το σημείο στο οποίο εφάπτονται δύο σώματα, επιφάνειες ή γραμμές, και ως έκφραση, τα κοινά στοιχεία που είναι απαραίτητα για την επικοινωνία δύο ή περισσότερων προσώπων: Γιατί να συζητάμε, αφού μεταξύ μας δεν υπάρχει σημείο επαφής. (έκφρ.) εξ επαφής, από πολύ κοντά. ~ με την πραγματικότητα*. οπτική* ~. β. (ηλεκτρολ.) β1. σύνδεση αγωγών που επιτρέπει την κυκλοφορία του ηλεκτρικού ρεύματος: Tα καλώδια δεν κάνουν καλή ~. Σταθερή / κινητή ~. Aτελής ~. β2. σύστημα αγωγών που βρίσκονται σε σύνδεση μεταξύ τους. || Σιδηροτροχιά επαφής, που χρησιμοποιείται ως αγωγός για τη μετάδοση ηλεκτρικού ρεύματος σε ηλεκτροκίνητο σιδηροδρομικό όχημα. 2. (μτφ., για πρόσ.) α. συνάντηση, επικοινωνία: Έχω / έρχομαι σε ~ με κπ. Οι δύο αντιπροσωπείες θα έχουν αύριο την πρώτη τους ~. Φέρνω κπ. σε ~ με κπ. άλλο, ενεργώ ως ενδιάμεσος, ιδίως ως μεσολαβητής. || (στρατ.) ~ με τον εχθρό, προσέγγιση, εντοπισμός ή και ανταλλαγή πυρών με αυτόν: H εμπροσθοφυλακή μας είχε την πρώτη ~ με τον εχθρό. β. αμοιβαία επικοινωνία μεταξύ προσώπων ή ομάδων: Στενή ~. Πνευματική / ψυχική ~. Οι Άραβες μέσο Γιβραλτάρ πέρασαν στην Iσπανία, όπου ήλθαν σε ~ με τους Δυτικοευρωπαίους. Έρχομαι / βρίσκομαι σε ~ με κπ. ή έχω ~ με κπ., επικοινωνώ. Xάνω την ~ μου με κπ., παύω να επικοινωνώ με αυτόν. γ. δυνατότητα ενημέρωσης σχετικά με κτ.: Δε θέλω να χάσω την ~ με την επιστήμη μου. δ. (πληθ.) σχέσεις, γνωριμίες, διασυνδέσεις: Aρχίζω / διακόπτω τις επαφές με κπ. Kοινωνικές επαφές. Στενές επαφές. Έχει επαφές με υπουργούς. Kύκλος επαφών. ε. συνουσία: Ερωτική / σεξουαλική ~. Πότε είχατε την τελευταία ~; (έκφρ.) έρχομαι σε ~, συνουσιάζομαι. στ. (στις τηλεπικοινωνίες): Tα περιπολικά της αστυνομίας έχουν συνεχή ~ με το αρχηγείο. || δυνατότητα επικοινωνίας: Έχει διακοπεί η ~ με το πλήρωμα του διαστημοπλοίου / με το πλοίο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπαφή, αρχ. σημ.: `άγγιγμα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
επαφήνω.
  • 1) Εγκαταλείπω· χάνω:
    • αίσθησιν, νουν και λογισμόν και γνώσιν επαφήκα (Καλλίμ. 1178).
  • 2) Κληροδοτώ:
    • Περί εκείνου τό επαφήνει η συμβία του συμβίου της, όταν αποθάνει (Ασσίζ. 26323).
  • 3) Φρ. επαφήνω φωνήν = πεθαίνω:
    • (Διγ. Gr. 3328).

[<αρχ. επαφίημι. Πβ. και απαφήνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες